Κύρια ἐπιδίωξη τοῦ φιλελευθερισμοῦ, κατὰ τὸν Bertrand Russell, εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία προϋποθέτει προστασία τῆς ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας καὶ περιορισμὸ τῶν ἐξουσιῶν μιᾶς κυβέρνησης1 βάσει ἑνὸς συνόλου κανόνων κράτους δικαίου2 . Στὴ ρεπουμπλικανικὴ καὶ δημοκρατικὴ παράδοση, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴ σκέψη τῆς Hannah Arendt, ἡ ἐλευθερία ταυτίζεται μὲ τὴ συμμετοχὴ στὰ κοινὰ τῆς πόλεως3 . Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ φιλελεύθερη κατανόηση τῆς ἐλευθερίας ὡς χειραφέτησης (ὡς liberation, μὲ βάση τὴν Arendt) ἀφορᾶ τὴν προστασία τοῦ ἀτόμου ἀπὸ τὶς αὐθαιρεσίες μιᾶς ἐξουσίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ρεπουμπλικανικὴ ἐλευθερία (γιὰ τὴν ὁποία ἡ Arendt χρησιμοποιεῖ τὴν ἀγγλικὴ λέξη freedom) δὲν σχετίζεται μὲ τὴν ἀποδέσμευση τοῦ ἀτόμου ἀπὸ ἐξουσιαστικοὺς περιορισμοὺς ἀλλὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο ὡς πολιτικὸ ζῶο καὶ ἐνεργὸ μέλος μιᾶς δημοκρατικῆς πόλεως.
